-
1 τῦφος
2 delusion (defined as οἴησις τῶν οὐκ ὄντων ὡς ὄτων), S.E.M.8.5; in this sense Monimus the Cynic said τῦφος τὰ πάντα, S.E. l.c.; τὸ γὰρ ὑποληφθὲν τῦφον εἶναι πᾶν ἔφη (sc. Μόνιμος) Men. 249.7, cf. Metrod.Fr.31, Phld.Piet.21; opp. ἀλήθεια, Ph.2.299;τὰ μὲν τοῦ σώματος ποταμός, τὰ δὲ τῆς ψυχῆς ὄνειρος καὶ τ. M.Ant.2.17
, cf. 6.13;οἴημα καὶ τ. Plu.2.81f
, cf. ib.c, Arr.Epict.1.8.6, Iamb. Myst.2.4, 3.31;τὸν τ. ὥσπερ τινὰ καπνὸν φιλοσοφίας εἰς τοὺς σοφιστὰς ἀποσκεδάσας Plu.2.580b
; πολὺν αὐτοῖς (sc. τοῖς μυστηρίοις)ἐπῆγον τ. ὡς μὴ ῥᾳδίως τινὰ συνορᾶν τὰ κατ' ἀλήθειαν γενόμενα Ph.Bybl.
ap. Eus. PE1.9.3 colloquially, nonsense, humbug, affectation, τὸν τρόπον μὲν οἶσθά μου ὅτι τῦφος οὐκ ἔνεστιν there is no nonsense about me, Antiph.195.2, cf. Plu.Per.5; ταῦτα τὴν παλαιὰν ἀλαζονείαν ἤλεγξετῶν Μήδων τῦφον ὄντα κενόν Jul.Or.1.28b
, cf. Pl. ap. D.L.6.26:— similarly in Cynic parodies,Πήρη τις πόλις ἐστὶ μέσῳ ἔνι οἴνοπι τύφῳ Crates Theb.4
, cf. Tim038, Jul.Or.6.202c; τὸν τ. μου τροποφόρησον my piece of nonsense, my hobby, Cic.Att.13.29.2;τὰ δὲ πολλὰ καὶ ὄλβια τ. ἔμαρψεν Crates Theb.8
(vv. ll. τύμβος, τάφος).4 vanity, Zeno.Stoic.1.69, Plb.3.22.4, 3.81.9; = inflatio cordis vel superbia, Gloss.; arrogance, Onos.42.24;ὁ φρυαττόμενος μεγάλα τ. Ph.1.667
; pomp,σεμνότερον ἦγεν αὑτόν—ἄρχοντι δὲ λυσιτελέστατον ὁ τ. Id.2.518
.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский